ἡ, (χράομαι)
A disuse, non-user, Anon. in Rh.17.37.
[Seite 419] ἡ, der Nichtgebrauch, Sp.
ἀχρησία: ἡ, (χράομαι) ἔλλειψις χρήσεως, Πανδέκτ.
-ας, ἡ desuso op. χρῆσις de la riqueza, Anon.in Rh.17.37.