τό,
A = φαλλός, Herod.6.69. βαλλιρός, ὁ, v. βάλερος.
ου (τό) :c. φαλλός HDT.Étymologie: var. phonét., pê thrace, de φαλλός.
-ου, τόfalo τὰ βαλλί' οὕτως ἄνδρες οὐχὶ ποιεῦσι ... ὀρθά Herod.6.69.