βοηθηματικός
English (LSJ)
ή, όν,
A = βοηθητικός, Dsc.Alex.Praef., Gal.19.395.
German (Pape)
[Seite 451] = βοηθητικός, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βοηθηματικός: -ή, -όν, = βοηθητικός, Διοσκ. Δηλητ. σ. 2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que ayuda, auxiliar βοηθηματικὰ σημεῖα signos auxiliares para un diagnóstico, Gal.19.395
•subst. τὸ β. remedio τῶν πεπωκότων ref. bebidas venenosas, Dsc.Alex.praef.p.2.