remedio

From LSJ

Latin > English (Lewis & Short)

rĕmĕdĭo: āvi, ātum, 1, v. a., and rĕ-mĕdĭor, ātus, 1,
I v. dep. n. remedium, to heal, cure, remedy (post-class.; cf.: sano, curo, medico).
   (a)    Act.: capitis dolorem, Scrib. Comp. 11; 18: multos, id. ib. 122; Tert. adv. Marc. 4, 35; id. ad Scapul. 4 al.—
   (b)    Dep., Hier. Ep. 68; App. Herb. 2; 105.

Latin > French (Gaffiot 2016)

rĕmĕdĭō, āvī, ātum, āre (remedium), tr., guérir : [mal de tête] Scrib. Comp. 11 ; [défauts physiques] Tert. Marc. 4, 35.

Latin > German (Georges)

remedio, āvī, ātum, āre (remedium), heilen, capitis dolorem, Scrib.: alqm, Scrib. u.a.: bovem Gargil. Mart.: vitia corporis, Tert.

Spanish > Greek

ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις