Βορεύς: ὁ, = Βορέας, ἐν ταῖς πλαγ. πτώσεσι Βορῆος, -ῆι, -ῆα, Ἄρατ. 430, 829, 882, κτλ.· ὀνομ. πληθ. Βορεῖς Ἀλκίφρ. 1. 1.
v. Βορέας.