Βορεύς

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek (Liddell-Scott)

Βορεύς: ὁ, = Βορέας, ἐν ταῖς πλαγ. πτώσεσι Βορῆος, -ῆι, -ῆα, Ἄρατ. 430, 829, 882, κτλ.· ὀνομ. πληθ. Βορεῖς Ἀλκίφρ. 1. 1.

Spanish (DGE)

v. Βορέας.

Russian (Dvoretsky)

Βορεύς: ῆος ὁ Anth. = Βορέας.