βωμισκάριον
English (LSJ)
τό, Dim. of βωμός, IG14.1030:—also βωμ-ίσκιον, τό, BGU162.12 (ii/iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
βωμισκάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ βωμός, Συλλ. Ἐπιγρ. 5996.
Spanish (DGE)
-ου, τό pequeño altar, IUrb.Rom.193.13 (III d.C.).
τό, Dim. of βωμός, IG14.1030:—also βωμ-ίσκιον, τό, BGU162.12 (ii/iii A. D.).
βωμισκάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ βωμός, Συλλ. Ἐπιγρ. 5996.
-ου, τό pequeño altar, IUrb.Rom.193.13 (III d.C.).