γαλακτόχρως

Revision as of 12:21, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_9)

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,

   A milk-coloured, Philyll.4, Nausicr.2: neut. pl., γαλακτόχροα Dsc.3.47: nom. pl. γαλακτόχροες in Opp.C.3.478 is f.l. for γαλακόχροες.

German (Pape)

[Seite 471] ωτος, dasselbe, Philyll. bei Ath. III, 110 f; Nausierat. ib. VII, 330 b.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ τὸ χρῶμα ἔχων γάλακτος, Φιλύλλ. Αὔγ. 2, Ναυσικρ. Ναυκλ. 2· οὐδ. πληθ. γαλακτόχροα Διοσκ. 3. 47· ― ὀνομ. πληθ. γαλακτόχροες παρ’ Ὀππ. Κ. 3. 478 εἶνε ἐσφ. γραφ. ἀντὶ γλακτόχροες ἢ γαλατόχροες.

Spanish (DGE)

(γᾰλακτόχρως) -ωτος

• Morfología: [neutr. plu. -χροα Dsc.3.47]
de color lechoso κόλλαβοι Philyll.4, cf. Nausicr.1.12, ἄνθη Dsc.l.c.