γενειόλης

Revision as of 12:21, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_9)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = γενειάτης, Hdn.Gr. 2.638.

Greek (Liddell-Scott)

γενειόλης: ὁ, πιθ. = γενειάτης, Ἡρῳδ. παρ΄ Εὐσταθ. 1684, πρβλ. μαινόλης, σκωπτόλης, ὀπυιόλης, φαινόλης.- Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 233.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ barbado epít. de Hermes, Call.Fr.199.1.