γεννήτρια
English (LSJ)
ἡ,
A = γεννήτειρα, δικῶν Phryn.PSp.62 B.
German (Pape)
[Seite 483] ἡ, fem. zu γεννητής, B. A. 35; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γεννήτρια: ἡ, = γεννήτειρα, Ἀχμέτ Ὀνειρ. 235, Α. Β. 35˙― καὶ γεννητρίς, Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
engendradora, madre Sch.Er.Il.22.82-3
•fig. c. gen. causa, fuente de δικῶν καὶ συκοφαντιῶν Phryn.PS 62, παρρησία ... γ. ... πάντων τῶν παθῶν Dor.Ab.Doct.4.52.