γεννητής

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεννητής Medium diacritics: γεννητής Low diacritics: γεννητής Capitals: ΓΕΝΝΗΤΗΣ
Transliteration A: gennētḗs Transliteration B: gennētēs Transliteration C: gennitis Beta Code: gennhth/s

English (LSJ)

γεννητοῦ, ὁ,
A begetter, parent, S.OT1015, Fr.752, Pl.Cri.51e, Lg.717e; τῶν πράξεων ὥσπερ καὶ τέκνων Arist.EN1113b18: generally, producer, Plot.3.3.3.
II γεννῆται, οἱ, (γέννα) at Athens, members of γένη, Pl.Lg.878d, Philoch.94; εἰς τοὺς γ. ἐγγράφειν, ἄγειν, Is.7.13,15, cf. Arist.Ath.3, IG22.1229.5; Ἀπόλλωνος Πατρῴου καὶ Διὸς Ἑρκείου γ. D.57.67.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
progenitor, padre παῖς γ' εἰ τῶνδε γεννητῶν ἔφυν S.OT 1015, Ἥλι', ... <ὃν> ... λέγουσι γεννητὴν θεῶν S.Fr.752, cf. Pl.Lg.717e, 928d
fig. de las leyes ὅτι τε γεννηταῖς οὖσιν ἡμῖν οὐ πείθεται Pl.Cri.51e
padre, en el sent. de autor γ. τῶν πράξεων ὥσπερ καὶ τέκνων Arist.EN 1113b18, cf. Plot.3.3.3.

German (Pape)

[Seite 483] ὁ, der Erzeuger, Soph. O. R. 1015; Plat. Crit. 51 e Legg. IX, 869 b, Bekk. γεννήτης; aber Arist. Eth. 5, 7 γεννητής.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
père, d'ord. au plur. οἱ γεννηταί les parents.
Étymologie: γεννάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεννητής -οῦ, ὁ γεννάω verwekker, vader; plur. ouders, spec. familiehoofden (in Athene). Plat. Lg. 878d.

Russian (Dvoretsky)

γεννητής: οῦ ὁ родитель, отец Arst.; pl. родители Soph., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

γεννητής: -οῦ, ὁ, (γεννάω) ὁ γεννῶν, γονεύς, Σοφ. Ο. Τ. 1015, Ἀποσπ. 772, Πλάτ. Κρίτωνι 51Ε, Νόμ. 717Ε· τῶν πράξεων ὥσπερ καὶ τέκνων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 5. ΙΙ. γεννῆται, οἱ, (ὡς ἐξ ὀνομ. γεννήτης) (γέννα) ἐν Ἀθήναις, οἰκογενειάρχαι συνδεόμενοι διὰ κοινῶν θυσιῶν καὶ τελετῶν, Πλάτ. Νόμ. 878D, πρβλ. Δημ. 1319. 27· εἰς τοὺς γ. ἐγγράφειν, ἄγειν Ἰσαῖ. 64. 35., 65. 2· ― 30 γεννῆται ἀπετέλουν ἓν γένος (πρβλ. γένος ΙΙΙ.), 30 γένη ἀπετέλουν μίαν φρατρίαν, 3 φρατρίαι μίαν φυλήν, ἴδε Thirlw. Ἑλλ. Ἱστ. 2. σ. 12. (Συχνάκις γράφεται ἐσφαλμένως γενητής).

Greek Monolingual

γεννητής, ο (AM) γεννώ
1. γονιός, γεννήτωρ
2. ο δημιουργός.

Greek Monotonic

γεννητής: -οῦ, ὁ (γεννάω),
I. γονιός, σε Σοφ., Πλάτ.
II. γεννῆται, οἱ (γέννα), στην Αθήνα, οι οικογενειάρχες που συνδέονταν με κοινές θυσίες, σε Πλάτ.

Middle Liddell

γεννάω
I. a parent, Soph., Plat.
II. γεννῆται, οἱ, (γέννα) at Athens, heads of families, Plat.