γενετήριος
German (Pape)
[Seite 482] hervorbringend, Synes. hymn. 2, 41; s. γενετήσιος.
Greek (Liddell-Scott)
γενετήριος: -α, -ον, ὁ γεννῶν, Συνέσ. 317Β.
Spanish (DGE)
-ον paterno κῦδος Synes.Hymn.5.41.
[Seite 482] hervorbringend, Synes. hymn. 2, 41; s. γενετήσιος.
γενετήριος: -α, -ον, ὁ γεννῶν, Συνέσ. 317Β.
-ον paterno κῦδος Synes.Hymn.5.41.