γενετήριος
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
German (Pape)
[Seite 482] hervorbringend, Synes. hymn. 2, 41; s. γενετήσιος.
Greek (Liddell-Scott)
γενετήριος: -α, -ον, ὁ γεννῶν, Συνέσ. 317Β.
Spanish (DGE)
-ον paterno κῦδος Synes.Hymn.5.41.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM γενετήριος, -ον) γενετήρ
ο σχετικός με τη γένεση ή τη γέννηση
νεοελλ.
1. «γενετήριος ζωή» — η διάρκεια της ζωής κατά την οποία το άτομο έχει αναπαραγωγική ικανότητα
2. (ψυχολ.) «γενετήριος νόμος» — γνωσιολογικός νόμος που καθορίζει τη σχέση μεταξύ τών δεδομένων τών αισθήσεων και τών παραστάσεων.