α, ον, (γηθέω)
A joyous, Androm. ap. Gal. 14.36.
γηθαλέος: -α, -ον, (γηθέω) πλήρης χαρᾶς, Ἀνδρόμ. παρὰ Γαλην. 13. 876.
(γηθᾰλέος) -ονalegre, contento de pers., Androm.76, Epigr.Adesp.SHell.982.6.