γυμνοσπέρματος

Revision as of 12:22, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

English (LSJ)

and γυμνό-σπερμος, ον,

   A having the seed with no apparent pericarp, Thphr.HP1.11.2 and 3.

German (Pape)

[Seite 510] u. γυμνόσπερμος, mit bloßliegendem, von keiner Hülfe umgebenem Saamen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνοσπέρματος: καὶ -σπερμος, ον, ἔχων τὸ σπέρμα γυμνόν, μὴ κεκαλυμμένον ὑπὸ θήκης ἢ κελύφους, Θεόγρ. Ι.Φ.1.11,2 καὶ 3· πρβλ. γυμνόκαρπος.

Spanish (DGE)

-ον
bot. gimnospermo, e.e. que tiene las semillas al descubierto op. ἐναγγειόσπερμος de ciertas plantas, Thphr.HP 1.11.2, 7.3.2, 8.4.1.