γυμνόκαρπος

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνόκαρπος Medium diacritics: γυμνόκαρπος Low diacritics: γυμνόκαρπος Capitals: ΓΥΜΝΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: gymnókarpos Transliteration B: gymnokarpos Transliteration C: gymnokarpos Beta Code: gumno/karpos

English (LSJ)

γυμνόκαρπον, huskless, of fruits, Thphr. CP 1.17.8.

Spanish (DGE)

-ον
bot. que no tiene cáscara, gimnocarpo de frutos, Thphr.CP 1.17.8.

German (Pape)

[Seite 509] mit bloßer Frucht, ohne Hülfe, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων τὸν καρπὸ γυμνόν, τ.ἔ. ἄνευ κελύφους ἢ ξυλώδους φλοιοῦ, Θόφρ. Αἰτ. Φ.1.17,8· πρβλ. γυμνοσπέρματος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM γυμνόκαρπος, -ον)
αυτός που έχει γυμνούς καρπούς, δηλ. χωρίς κέλυφος ή φλούδα.