ὁ,
A making rough, δ. φωνῆς hoarseness, Dsc.1.64 (pl.).
[Seite 524] ὁ, Rauhheit, φωνῆς Diosc.
δασυσμός: ὁ, τὸ ποιεῖν τι δασύ, δ. φωνῆς, τραχύτης, Διοσκ. 1. 77.
-οῦ, ὁespesor, aspereza δασυσμοὶ φωνῆς ronquera Dsc.1.64.