δακτυλότριπτος
English (LSJ)
ον,
A worn by the fingers, ἄτρακτος AP6.247.3 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 520] ἄτρακτος, mit den Fingern abgerieben, Philip. 18 (VI, 247).
Greek (Liddell-Scott)
δακτυλότριπτος: -ον, τετριμμένος διὰ τῶν δακτύλων, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 247.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
usé par les doigts.
Étymologie: δάκτυλος, τρίβω.
Spanish (DGE)
(δακτῠλότριπτος) -ον
usado, gastado por los dedos, ἄτρακτος AP 6.247 (Phil.).