A twist about, and διαλῠγ-ισμα, ατος, τό, bend, both in Hsch.
[Seite 588] sehr biegen, Hesych.
διαλῠγίζω: λυγίζω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, συστρέφω· διαλύγισμα, τό, κάμψις, ἀμφότερα παρ᾽ Ἡσυχ.
doblar, curvar Hsch.s.u. διαλυγίσαντες.