Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συστρέφω

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστρέφω Medium diacritics: συστρέφω Low diacritics: συστρέφω Capitals: ΣΥΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: systréphō Transliteration B: systrephō Transliteration C: systrefo Beta Code: sustre/fw

English (LSJ)

A twist up, roll up, of a whirlwind, μή σ' ἀναρπάσῃ.. συστρέψας ἄφνω A.Fr.195, cf. Ar.Lys.975, Th.61; φρυγάνων πλῆθος Act.Ap.28.3; ἔριον περὶ μηλωτρίδα POxy.234 ii 12 (ii/iii A.D.); of animals, gather themselves together, in preparing to spring, σ. ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον Pl.R. 336b; σ. τὸν αὐχένα, of one struggling to get loose, Eup.339; τὰ ὄμματα διὰ κενῆς, ὡς εἴ τι βλέπων, ξυνέστρεφε screwed up his eyes, Hp.Epid.7.83; συστρέψαι ἑαυτούς, of dolphins, Arist.HA631a27; [τὸ χόριον] σ. περὶ αὑτὸ τὴν ὑστέραν Sor.1.71:—Pass., εἰ τὸ χόριον εἰς αὑτὸ συνεστραμμένον εἴη ib.73; συνεστραμμένη χείρ = clenched fist, ib.102; of a whirlwind, Men.536.4; of the moon, dub. sens. in Palchus in Cat.Cod.Astr.8(1).250.
II of soldiers, σ. ἑωυτούς form in a compact body, for attack or defence, collect themselves, rally, Hdt.9.18; σ. εἰς ταὐτό (sc. τὰς ἵππους) Arist.HA572b14: freq. in Pass., συστραφέντες = in a body, Hdt.4.136, 6.6, cf.40; συστρεφόμενοι Id.9.62, Th.7.30; ξυνεστρέφοντο ἐν σφίσιν αὐτοῖς Id.2.4; ὅσον.. ἦν ξυνεστραμμένον ibid.; ἐπὶ πεντήκοντα ἀσπίδων συνεστραμμένοι ἦσαν they were formed in a mass 50 deep, X.HG6.4.12; so of bees, fishes, Arist.HA629a19, 621a16.
2 of soldiers, also, συστρέφειν ἐπὶ δόρυ wheel them to the right, v.l. in X.Lac.13.6; so prob. σ. τὸν ἵππον turn him sharply, Plu.Pyrrh.16; σ. τὴν ὄψιν Satyr.3.
III form into an organized whole, unite, τὸ Μηδικὸν ἔθνος Hdt.1.101; τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Arist.Pol.1304b23:—Pass., club together, conspire, Th.4.68, 8.54; ἐπ' ἐμὲ συστραφέντες ἥκουσι Aeschin.2.178, cf. LXX 4 Ki.10.9:—in Act., ib.3 Ki.16.9.
IV Pass., collect, gather, σ. αἷμα ἐς.. Hp.Aph.5.40; νιφετοῦ συστραφέντος Arist.Mu.394b2; of humours, gather, come to a head, φύματος συστραφέντος Hp.Prog.23; of gravel collecting in the bladder, Id.Aër.9.
V make the hair curl, Theodect.17.3:—Pass., συνεστραμμένα ξύλα knotted, gnarled, Thphr. HP 3.11.2; σ. ῥίζα Id.CP1.3.3; κιττὸς συνεστραμμένος ταῖς ῥίζαις Id.HP3.18.9.
VI condense, congeal, harden, τὸ ψυχρὸν συστρέφον καὶ συσφίγγον Ath.2.41b; of condensing fluids by heat, ἐν ἡλίῳ Dsc.3.7 (Act. and Pass.), cf. Gal.12.834, Aët.7.91; τὰ γυμνάσια τὰς σάρκας σ. Antyll. ap. Orib.6.10.15:—Pass., to be condensed, acquire substance or acquire consistency, ἀφρὸς σ. Arist.HA569b18; especially in pf. part. Pass., σπέρμα ξηρὸν καὶ συνεστραμμένον ib.523a24; νέφος ἐστὶ πάχος ἀτμῶδες σ. Id.Mu.394a27; πῦρ σ. concentrated, Epicur.Ep.1p.28U.; compact, σ. τὸ εὐπαγές Phld.Po.Herc.994.34; σωμάτιον σ. Arr.Epict. 1.24.8; συστρέφεσθαι καὶ ἀπεψῦχθαι, of an infant, Sor.1.108; γάλα μελιτοειδῶς συστραφέν ib.91.
VII of sentences, narratives, and the like, bring into a close form, compress, ἐὰν μὴ συστρέφῃ τὰ πράγματα Cratin.85; ἐνθυμήματα σ. Arist.Rh.1419a19; σ. τὰ νοήματα, τὸν νοῦν ἐν ὀλίγοις ὀνόμασι, D.H.Isoc.11, Pomp.2.5: abs., συστρέψας γράφει writes briefly, curtly, Aeschin.3.100; σ. εἰπεῖν τὸ πρᾶγμα D.H. Lys.24:—freq. in Pass., ῥῆμα βραχὺ καὶ συνεστραμμένον a short and pithy saying, of the Spartans, Pl.Prt. 342e; λέξις συνεστραμμένη, opp. διῃρημένη, D.H.Rh.5.7; ἡ Ἀττικὴ γλῶσσα σ. τι ἔχει Demetr. Eloc.177; συνέστραπται τοῖς νοήμασι D.H.Lys.5. cf. Dem.19.
b also, speak in an involved style or write in an involved style, twist one's words, Antiph.52.17, 217.17.

German (Pape)

[Seite 1045] zusammendrehen, zusammenwinden, zusammendrängen, zusammenziehen, zusammenkehren, wie der Wind die Wolken, Aesch. frg. 181; dah. übh. zusammenbringen, versammeln, vereinigen, Her. 1, 101. 9, 18, u. pass. sich zusammendrängen, zusammenrotten, συστραφέντες οἱ στρατηγοὶ καὶ ἓν ποιήσαντες στρατόπεδον, 6, 6. 9, 62; καὶ οἱ ξυστραφέντες ἀθρόοι ἦλθον, Thuc. 4, 68, u. öfter; ἐπ' ἐμὲ συστραφέντες ἥκουσι, Aesch. 2, 178; συνεστραμμένοι, Xen. Hell. 6, 4, 12; Dem. u. Folgende; Pol. συστραφέντες ἐπ' αὐτόν, 3, 5, 3, u. Sp.; συστρέψας τὸν ἵππον, er nahm das Pferd zusammen, spornte es an, Plut. Pyrrh. 16; auch συστρέψας ἑαυτόν, Plat. Rep. I, 336 b (auch absol., συστρέψας, Aesch. 3, 100); übrtr., ἐνέβαλε ῥῆμα βραχὺ καὶ συνεστραμμένον, verbum contortum, Prot. 343 e, wie συστρέφειν τὰ νοήματα, σύνθεσιν, λέξιν, den Gedanken und den Ausdruck durch Zusammendrängen abrunden, Arist. rhet. 3, 18 u. Rhett.; συνεστραμμένη λέξις, der abgerundete, periodische Ausdruck; τὸ συνεστραμμένον, das Kurze, Gedrängte, wie es bes. den Lacedämoniern eigen war.

French (Bailly abrégé)

1 rouler ensemble ; rassembler, ramasser : σ. ἵππον PLUT rassembler un cheval ; Pass. κύων συστρεφόμενος PLUT chien ramassé sur soi-même;
2 grouper, unir : ἔθνος HDT une nation ; σ. ἑωυτούς HDT se former en troupe serrée ; Pass. se grouper, se former en rangs serrés ; fig. s'unir, se concerter, se liguer;
3 rassembler, condenser, resserrer.
Étymologie: σύν, στρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συ-στρέφω, Att. ook ξυστρέφω act. met acc. (causat.) ineen draaien, ineen doen draaien, samenbuigen, samenballen:; σ. ἑαυτόν zich samenballen, d.w.z. ineenduiken Plat. Resp. 336b; milit. concentreren, dicht op elkaar opstellen:; σ. ἑωυτούς dicht op elkaar gaan staan, de gelederen sluiten Hdt. 9.18.1; ret. compact maken, bondig formuleren; pass.. ῥῆμα … βραχὺ καὶ συνεστραμμένον = een korte en bondig geformuleerde uitspraak Plat. Prot. 342e. samenbrengen, verenigen:; τὸ Μηδικὸν ἔθνος συνέστρεψε hij verenigde het volk van de Meden Hdt. 1.101; van zaken verzamelen:. φρυγάνων πλῆθος een bos dor hout NT Act. Ap. 28.3. (doen) ronddraaien, (doen) keren:. σ. τὸν ἵππον zijn paard keren Plut. Pyrrh. 16.15. pass. intrans. met aor. συνεστράφην dicht op elkaar gaan staan, de gelederen sluiten:. οὐκ ἔλαττον ἢ ἐπὶ πεντήκοντα ἀσπίδων συνεστραμμένοι ἦσαν (zij) stonden opgesteld in een gesloten formatie van niet minder dan vijftig schilden (d.w.z. man) diep Xen. Hell. 6.4.12; ξ. ἐν σφίσιν αὐτοῖς onderling dicht op elkaar gaan staan Thuc. 2.4.1. bijeenkomen, samenkomen, zich verenigen, zich groeperen, m. n. milit.:; συστραφέντες … οἱ στρατηγοὶ τῶν Περσέων καὶ ἓν ποιήσαντες στρατόπεδον nadat de generaals van de Perzen zich hadden verenigd en één (gemeenschappelijk) legerkamp hadden gemaakt Hdt. 6.6; geneesk. zich verzamelen, zich ophopen; van gezwellen zich vormen, ontstaan.

Russian (Dvoretsky)

συστρέφω:
1 скручивать, свертывать, собирать вместе (φρυγάνων πλῆθος NT): τυφῷ καὶ πρηστῆρι ξυστρέψας Arph. закружив в ураганном вихре; συστρέψας ἑαυτόν, ὥσπερ θηρίον, ἦκεν ἐφ᾽ ἡμᾶς Plat. сжавшись в клубок, словно зверь, он ринулся на нас; συστρεφόμενος διὰ τὸ ῥιγοῦν Plut. съежившийся от холода; συστρέψαι τὸν ἵππον Plut. подобрать, т. е. пришпорить коня; συστραφέντες Her., Thuc. и συνεστραμμένοι Xen., Dem. собравшись плотной массой, сомкнув ряды;
2 объединять, сливать воедино (τὸ Μηδικὸν ἔθνος Her.);
3 объединяться, заключать между собой соглашение (ἐπί τινα Aeschin.): ξυστραφέντες καὶ κοινῇ βουλευσάμενοι Thuc. организовавшись и сообща приняв решение;
4 сжимать, уплотнять, сгущать: πάχος ἀτμῶδες συνεστραμμένον Arst. сгущенная парообразная масса;
5 сокращать, вкратце излагать (τὰ νοήματα Arst.): συστρέψας γράφει Aeschin. он сжато пишет; ῥῆμα συνεστραμμένον Plat. сжатое изречение.

Greek (Liddell-Scott)

συστρέφω: μέλλ. -ψω, στρέφω ὁμοῦ, στρηφογυρίζω, Λατ. conglobare, ἐπὶ συστροφῆς ἀνέμων, ἀνεμοστροβίλου, μή σ’ ἀναρπάσῃ... συστρέψας ἄφνω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 975, Θεσμ. 61· ἐπὶ θηρίων, συσπειρῶμαι, μαζώνομαι, παρασκευάζομαι ὅπως πηδήσω ἢ ἐφορμήσω, σ. ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον Πλάτ. Πολ. 336Β σ. τὸν αὐχένα, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀγωνιζομένου νὰ ἐλευθερωθῇ, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 54· συστρέψαι ἑαυτόν, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, 5· συστρέψαντος δὲ Παύλου φρυγάνων πλῆθος καὶ ἐπιθέντος ἐπὶ τὴν πυρὰν Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 3. ― Παθητ., ἐπὶ ἀνεμοστροβίλου, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 7. ΙΙ. συχν. ἐπὶ στρατιωτῶν, συστρέψαντες ἑωυτούς, διὰ συστροφῆς σχηματίσαντες ἑαυτοὺς εἰς σῶμα συμπαγὲς καὶ πυκνὸν πρὸς ἐπίθεσιν ἢ ἄμυναν, Ἡρόδ. 9. 18· σ. εἰς ταὐτὸ (ἐξυπακ. τὰς ἵππους) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 16 μεταφορ., σ. ἑαυτόν, συνέρχομαι, ἀναλαμβάνω, Πλάτ. Πολ. 336Ε· ― συχν. ἐν τῷ παθ., συστραφέντες, ἐν ἑνὶ συμπαγεῖ σώματι, Ἡρόδ. 4. 136., 6. 6, 140 συστρεφόμενοι ὁ αὐτ. 9. 62, Θουκ. 7. 30· ξυνεστρέφοντο ἐν σφίσιν αὐτοῖς ὁ αὐτ. 2. 4· ὅσον... ἦν ξυνεστραμμένον αὐτόθι· ἐπὶ πεντήκοντα ἀσπίδων συνεστραμμένοι ἦσαν, εἶχον σχηματίσῃ φάλαγγα εἰς πάθος πεντήκοντα ἀνδρῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 12· ― οὕτως ἐπὶ μελισσῶν κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 42, 5, πρβλ. 37, 10. 2) ἐπὶ στρατιωτῶν, ὡσαύτως, συστρέφειν ἐπὶ δόρυ, πρὸς τὰ δεξιά, Ξεν. Λακ. 13, 6· οὕτω πιθαν., σ. τὸν ἵππον, στρέφω αὐτὸν ἀποτόμως, Πλουτ. Πύρρ. 16 σ. τὴν ὄψιν Σάτυρ. παρ’ Ἀθην. 248Ε. ΙΙΙ. σχηματίζω ἓν ὅλον, ὀργανικόν, ἑνώνω, συνάπτω, σ. τὸ Μηδικὸν ἔθνος Ἡρόδ. 1. 101· τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Ἀριστ. Πολιτ. 5. 5, 1. ― Παθητ., ἑνοῦμαι, συνδέομαι, ἀποτελῶ σύνδεσμον ἢ σύλλογον, συνωμοτῶ, Θουκ. 4. 68., 8. 54· ἐπί τινα Αἰσχίν. 52. 6. IV. συνάγω, συναθροίζω, σ. αἷμα εἰς... Ἱππ. Ἀφ. 1254. ― Παθητ., νιφετοῦ συστραφέντος Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 8· ἐπὶ χυμῶν ἐν τῷ σώματι, συνάγομαι εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον, ἀποτελῶ φῦμα, φύματος συστραφέντος Ἱππ. Προγν. 45· ἐπὶ ἄμμου ἐν τῇ κύστει, ὁ αὐτ. περὶ Ἀέρ. 286. V. ἐπὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, καθιστῶ αὐτὰς οὔλας, τὰς κάμνω σγουράς, συνέστρεψε κόμας (δηλ. ὁ ἥλιος) Θεοδέκτης παρὰ Στράβ. 695. ― Παθ., αἱ συνεστραμμέναι τῶν τριχῶν Κλήμ. Ἀλ. 289· συνεστραμμένα ξύλα, ἔχοντα κόμβους, ὀζώδη, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 2· σ. ῥίζα ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 3, 3· κιττὸς συνεστραμμένος ταῖς ῥίζαις ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 9. VI. συμπυκνῶ, συμπήγνυμι, σκληραίνω, τὸ ψυχρὸν συστρέφει Ἀθήν. 41Β· τὰ γυμνάσια τὰς σάρκας σ. Ἄντελλ. ἐν Medd. Vett. σ. 98. ― Παθ., συμπυκνοῦμαι, λαμβάνω πυκνότητα ἢ σύστασιν, ἀφρὸς σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 7· σπέρμα αὐτόθι 3, 22, 3· νέφος ἐστὶ πάχος ἀτμῶδες συνεστραμμένον ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 4, 5· σωμάτιον συνεστραμμένον Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 8. VII. ἐπὶ προτάσεων, διηγημάτων, καὶ τῶν ὁμοίων, συμπυκνῶ, συμπιέζω, ἐὰν μὴ συστραφῇ (-έφῃ Βεντλ.) τὰ πράγματα Κρατῖνος ἐν «Κλεοβουλίναις» 1· ἐνθυμήματα σ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 18, 4· σ. τὰ νοήματα, τὸν νοῦν ἐν ὀλίγοις ὀνόμασι Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 11, κ. ἀλλ.· καὶ ἀπολ., συστρέψας γράφει, συντόμως, ἐν βραχυλογίᾳ, Αἰσχίν. 68. 2· σ. εἰπεῖν Διογ. Ἁλ. περὶ Λυσίου 24 ― συχν. ἐν τῷ παθητ. ῥῆμα βραχὺ καὶ συνεστραμμένον, σθεναρόν, νευρῶδες (οὕτω παρὰ Κικέρωνι contortus), ἐπὶ τῶν Λακεδαιμονίων, Πλάτ. Πρωτ. 342Ε, πρβλ. Διον. Ἁλ. Ρητ. 5. 7 (ἔνθα λέξις σ. ἀντίκειται τῷ διῃρημένη)· ἡ Ἀττικὴ γλῶσσα σ. τι ἔχει Δημήτρ. Φαληρ. 177· συνέστραπται τοῖς νοήμασι Διον. Ἁλ. π. Λυσίου 5, πρβλ. τὸν αὐτ. π. Δημοσθ. 19· ― πρβλ. συνεστραμμένως. β) ὡσαύτως, ὁμιλῶ ἢ γράφω εἰς ὕφος πολύπλοκον καὶ δύσκολον, συστρέφω τοὺς λόγους μου, παρ’ αὐτῷ δ’ ἄλλα συστρέφειν πυκνὰ Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 17· σοῦ ταῦτα συστρέφοντος ὁ αὐτ. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 17.

English (Strong)

from σύν and στρέφω; to twist together, i.e. collect (a bundle, a crowd): gather.

English (Thayer)

1st aorist participle συτρεψας; present passive participle συστρεφόμενος; (from Aeschylus and Herodotus down);
1. to twist together, roll together (into a bundle): φρυγάνων πλῆθος, to collect, combine, unite: τινας, passive (reflexively (?)) of men, to (gather themselves together) assemble: L T Tr text WH, see ἀναστρέφω, 3a.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστρέφω Α στρέφω
στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του, το στρίβω
αρχ.
1. (για ζώο) μαζεύομαι για να πηδήσω ή να επιτεθώ («συστρέφει ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον», Πλάτ.)
2. στρέφω κάτι απότομα
3. ενώνω, συνάπτω, συνδέω
4. συνάγω, περισυλλέγω («συστρέφειν αἷμα ἐς...», Ιπποκρ.)
5. καθιστώ κάτι σκληρό, συμπαγές («τὸ ψυχρὸν συστρέφον καὶ συσφίγγον», Αθήν.)
6. (σχετικά με τις τρίχες του κεφαλιού) σγουραίνω
7. (σχετικά με λόγο) συμπυκνώνω το νόημα, την έκφραση
8. (κατ' επέκτ.) (με κακή σημ.) έχω ύφος λόγου περίπλοκο, στρυφνό
9. μέσ. συστρέφομαι
α) (για σώμα στρατιωτών) πυκνώνω, σχηματίζω φάλαγγα
β) συνωμοτώ («παρακελευσάμενος ὅπως ξυστραφέντες και κοινή βουλευσάμενοι καταλύσουσι τὸν δῆμον», Θουκ.)
γ) (για σωματικό υγρό) συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο
10. φρ. α) «συνεστραμμένη χείρ» — γροθιά (Σωρ.)
β) «συστρέφω ἑμαυτόν»
(για σώμα στρατιωτών) πυκνώνω για να επιτεθώ ή να αμυνθώ (Ηρόδ.)
γ) «συστρέφειν ἐπὶ δόρυ» — στρέφω προς τα δεξιά (Ξεν.)
δ) «συνεστραμμένα ξύλα» — ξύλα με κόμβους (Θεόφρ.)
ε) «πῡρ συνεστραμμένον» — φωτιά που δεν βγάζει καπνό (Επίκ.)
στ) «συστρέψας γράφω» — γράφω εν συντομία (Αισχίν.)
ζ) «συστρέφω τὸν αὐχένα» — στριφογυρίζω προσπαθώντας να ελευθερωθώ (Εύπ.).

Greek Monotonic

συστρέφω: μέλ. -ψω,
I. στριφογυρίζω, κάνω κουβάρι, Λατ. conglobare· λέγεται για θηρία, συσπειρώνομαι, μαζεύομαι πριν χυμήξω ή ορμήξω, σε Πλάτ.· λέγεται για στρατιώτες, συστρέφουσι ἑωυτούς, συσπειρώνονται, πυκνώνουν τις τάξεις τους, συσσωματώνονται, σε Ηρόδ. — Παθ., συστραφέντες, συνενωμένοι σε σώμα, συσσωματωμένοι, σύσσωμοι, σε συμπαγές σώμα, στον ίδ.· ἐπὶ πεντήκοντα ἀσπίδων συνεστραμμένοι ἦσαν, σχημάτισαν φάλαγγα βάθους πενήντα ανδρών, σε Ξεν.
II. λέγεται για στρατιώτες επίσης, συστρέφειν ἐπὶδόρυ, τους στρέφω προς τα δεξιά, στον ίδ.· συστρέφω τὸν ἵππον, τον στρέφω απότομα, σε Πλούτ.
III. σχηματίζω οργανικό σύνολο, συνάπτω, ενώνω, σε Ηρόδ. — Παθ., ενώνομαι, συνδέομαι, αποτελώ σύλλογο ή σύνδεσμο, συνωμοτώ, σε Θουκ., Αισχίν.
IV. λέγεται για προτάσεις, αφηγήσεις και άλλα παρόμοια, συμπυκνώνω, συμπιέζω, σε Αριστ.· απόλ. συστρέψας γράφει, γράφει βραχυλογικά, λακωνικά, με συντομία, σε Αισχίν. — Παθ., ῥῆμα βραχὺ καὶ συνεστραμμένον, σύντομο και νευρώδες σχόλιο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to twist up into a ball, Lat. conglobare: of animals, to gather themselves together, in preparing to spring, Plat.: of soldiers, ς. ἑωυτούς to collect themselves, rally, Hdt.: Pass., συστραφέντες in a body, Hdt.; ἐπὶ πεντήκοντα ἀσπίδων συνεστραμμένοι ἦσαν they were formed in a mass 50 deep, Xen.
II. of soldiers, also, συστρέφειν ἐπὶ δόρυ to wheel them to the right, Xen.; ς. τὸν ἵππον to turn him sharply, Plut.
III. to form into an organised whole, unite, Hdt.:—Pass. to unite, club together, conspire, Thuc., Aeschin.
IV. of sentences, narratives, and the like, to compress, Arist.: absol., συστρέψας γράφει writes briefly, curtly, Aeschin.:—Pass., ῥῆμα βραχὺ καὶ συνεστραμμένον a short and pithy saying, Plat.

Chinese

原文音譯:sustršfw 需-士特雷賀
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-轉 相當於: (קָבַץ‎)
字義溯源:共同彎曲,拾起,集合;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(στρέφω)=扭轉)組成,其中 (στρέφω)出自(τροπή)=轉動),而 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)。參讀 (ἀθροίζω) (ἀποστρέφω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 拾起(1) 徒28:3