διακριτικότης

Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A power of discrimination, Procl. in Prm.p.793S.

Greek (Liddell-Scott)

διακριτικότης: -ητος, ἡ, ἡ δεξιότης τοῦ διακρίνειν, Πρόκλ. Παρμ. σ. 793 (Stallb.).

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
capacidad de análisis o clasificación δ. ἐν ἑκάστῳ ὡρισμένης παραγραφῆς καὶ διαίρεσεως αἴτιον Procl.in Prm.1010.