διαρρώξ

Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ, (διαρρήγνυμι)

   A rent asunder, δ. κυμάτων σάλῳ ἀγμός a broken cliff rent asunder by the waves, E.IT262; πέτραι Opp.H.3.212.    II as Subst., rent, of the Straits of Messina, ib. 5.216.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, (διαρρήγνυμι) διερρηγμένος, διεσχισμένος, διασχισθείς, δ. κυμάτων… σάλῳ…ἀγμός, βράχος τεθραυσμένος διασχισθεὶς ὑπὸ τῶν κυμάτων, Εὐρ. Ι. Τ. 262. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τεμάχιον ἀποκοπέν, ἀπορρὼξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 216.

French (Bailly abrégé)

ῶγος (ὁ, ἡ)
déchiré ; escarpé.
Étymologie: διαρρήγνυμι.

Spanish (DGE)

-ῶγος
1 excavado διαρρὼξ ... κυμάτων ... σάλῳ ... ἀγμός E.IT 262, πέτραι Opp.H.3.212.
2 subst. ἡ δ. separación, hendidura πορθμοῖο δ. la corriente del estrecho Opp.H.5.216.