διασπλεκόω

Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

strengthd. for σπλεκόω, Ar.Pl.1082.

German (Pape)

[Seite 603] = simpl.; διεσπλεκωμένη ὑπὸ μυρίων ἐτῶν Ar. Plut. 1082, alte v. l. διεσπεκλωμένη, f. Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

διασπλεκόω: ἐπιτεταμ. σπλεκόω, Ἀριστοφ. Πλ. 1082.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. pf. Pass. fém. διεσπλεκωμένη;
épuiser de débauche.
Étymologie: διά, σπλεκόω.

Spanish (DGE)

follar en v. pas. οὐκ ἂν διαλεχθείην διεσπλεκωμένῃ ὑπὸ μυρίων τε τῶνδε καὶ τρισχιλίων no me relacionaría yo con una a la que han follado estas trece mil personas Ar.Pl.1082, χαίρουσι ... βινούμενοι τε καὶ διεσπλεκωμένοι Ps.Archil.Fr.291.4, cf. Hdn.Gr.1.435.