διαφυράω

Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

Greek (Liddell-Scott)

διαφῡράω: μέλλ. -άσω, διαμάττω Ἡσύχ.· μεταφ., συγχέω, ἀναμιγνύω, Ἐπιφάν. 1, σ. 964.

Spanish (DGE)

1 mezclar con agua διαφυρᾶν τὰ ἄλφιτα πρὸς τὸ ποιῆσαι μάζας Hsch.s.u. διαμάττειν, en v. pas. Sch.Ar.Eq.1105c
con saliva masticar Dsc.Ther.2.
2 empapar κροκύδα διαφυράσας ... οὕτω σμῆχε τοὺς τόπους Asclep. en Aët.8.42.