empapar
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Spanish > Greek
ἀμφιδιαίνω, διομβρέω, ἀναδεύω, ἐγκαταδεύω, διΐημι, διαφλύζω, ἀνασπογγίζω, ἐμπίμπλημι, διαφυράω, διαμαδάω, ἐνδεύω, βρέχω, διαβρέχω, δεύω, διαίνω, ἐμβρέχω, ἐμβάπτω, βαπτίζω, βάπτω, ἀποβρέχω