διόφθαλμος

Revision as of 12:25, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

Greek (Liddell-Scott)

διόφθαλμος: -ον, δύο πηγὰς ὕδατος ἔχων, διόφθαλμος μυλὼν Χρυσόβουλ. Ἀνδρονίκου ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθ. τ. Α΄, σ. 216 (Λεξ. Κουμ.).

Spanish (DGE)

-ον
de dos ojosdel Cíclope antes de perder uno, Porph.ad Od.86.12.