διόφθαλμος

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek (Liddell-Scott)

διόφθαλμος: -ον, δύο πηγὰς ὕδατος ἔχων, διόφθαλμος μυλὼν Χρυσόβουλ. Ἀνδρονίκου ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθ. τ. Α΄, σ. 216 (Λεξ. Κουμ.).

Spanish (DGE)

-ον
de dos ojos del Cíclope antes de perder uno, Porph.ad Od.86.12.

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο μάτια
2. «διόφθαλμη όραση» — το να βλέπει κανείς τα αντικείμενα ως απλά ενώ σχηματίζονται διπλά είδωλα στα μάτια
3. το ουδ. ως ουσ. το διόφθαλμο
κάθε οπτικό όργανο που επιτρέπει την ταυτόχρονη παρατήρηση και με τα δύο μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + οφθαλμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].