δολομήδης
English (LSJ)
ες, gen. εος,
A wily, crafty, f. l. in Simon.43.
German (Pape)
[Seite 655] ες, listiges Rathes, verschlagen, Simonid. bei Schol. Ap. Rh. 3, 26.
Greek (Liddell-Scott)
δολομήδης: -ες, γεν. εος, δολόφρων, δόλιος, πανοῦργος, Σιμων. 53.
Spanish (DGE)
-ες engañoso παῖ δολομήδεος Ἀφροδίτας Simon.70.