δορατοφόρος

Revision as of 12:25, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

English (LSJ)

ον,

   A = δορυφόρος, Lyr.Adesp.108, LXX 1 Ch.12.24, Ascl.Tact.1.3, etc.

German (Pape)

[Seite 658] = δορυφόρος, Dion. Hal. C. V. p. 107, 1 u. Sp., wie Arr.

Greek (Liddell-Scott)

δορᾰτοφόρος: -ον, = δορυφόρος, Ποιητ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 17.

Spanish (DGE)

(δορᾰτοφόρος) -ον
que lleva lanza Βρόμιε δορατοφόρ' ref. a Ares Lyr.Adesp.109 (b), cf. LXX 1Pa.12.25, (τὸ μὲν εἶδος ἱππικῆς) δορατοφόρον ... προσαγορεύεται Ascl.Tact.1.3, cf. Arr.Tact.4.2.