δορατοφόρος

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορᾰτοφόρος Medium diacritics: δορατοφόρος Low diacritics: δορατοφόρος Capitals: ΔΟΡΑΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: doratophóros Transliteration B: doratophoros Transliteration C: doratoforos Beta Code: doratofo/ros

English (LSJ)

δορατοφόρον, = δορυφόρος, Lyr.Adesp.108, LXX 1 Ch.12.24, Ascl.Tact.1.3, etc.

Spanish (DGE)

(δορᾰτοφόρος) -ον
que lleva lanza Βρόμιε δορατοφόρ' ref. a Ares Lyr.Adesp.109 (b), cf. LXX 1Pa.12.25, (τὸ μὲν εἶδος ἱππικῆς) δορατοφόρον ... προσαγορεύεται Ascl.Tact.1.3, cf. Arr.Tact.4.2.

German (Pape)

[Seite 658] = δορυφόρος, Dion. Hal. C. V. p. 107, 1 u. Sp., wie Arr.

Greek (Liddell-Scott)

δορᾰτοφόρος: -ον, = δορυφόρος, Ποιητ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 17.

Greek Monolingual

-ο (AM δορατοφόρος, -ον)
ο δορυφόρος.