δορατοφόρος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
δορατοφόρον, = δορυφόρος, Lyr.Adesp.108, LXX 1 Ch.12.24, Ascl.Tact.1.3, etc.
Spanish (DGE)
(δορᾰτοφόρος) -ον
que lleva lanza Βρόμιε δορατοφόρ' ref. a Ares Lyr.Adesp.109 (b), cf. LXX 1Pa.12.25, (τὸ μὲν εἶδος ἱππικῆς) δορατοφόρον ... προσαγορεύεται Ascl.Tact.1.3, cf. Arr.Tact.4.2.
German (Pape)
[Seite 658] = δορυφόρος, Dion. Hal. C. V. p. 107, 1 u. Sp., wie Arr.
Greek (Liddell-Scott)
δορᾰτοφόρος: -ον, = δορυφόρος, Ποιητ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 17.
Greek Monolingual
-ο (AM δορατοφόρος, -ον)
ο δορυφόρος.