ἑκατόγκρανος

Revision as of 12:27, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

English (LSJ)

ον, = foreg., Pi.P.8.16.

German (Pape)

[Seite 752] dasselbe, Τυφώς Pind. P. 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκατόγκρανος: ον = τῷ προηγ., Πινδ. Π. 8. 20.

English (Slater)

ἑκᾰτόγκρᾱνος (cf. ἑκατοντακάρανος)
   1 hundred-headed Τυφὼς Κίλιξ ἑκατόγκρανος (Er. Schmid: ἑκατοντο-, ἑκατοντακάρανος codd.) (P. 8.16)

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτόγκρᾱνος) -ον de cien cabezas Τυφώς Pi.P.8.16.