ἐκδειμαίνω

Revision as of 12:28, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

English (LSJ)

strengthd. for δειμαίνω, Hld.9.8, Hierocl.in CA13p.448M.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδειμαίνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ δειμαίνω, Ἡλιόδ. 9. 8.

Spanish (DGE)

atemorizar, intimidar τοσοῦτος ἦχος ... διὰ τῆς ἀκοῆς τὴν διάνοιαν ἐκδειμαίνων Hld.9.8.3
abs. οὔτε τοῖς ἐκδειμαίνουσι ταπεινούμενος Hierocl.in CA 13.2, cf. Phot.Bibl.128b33.