δειμαίνω

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειμαίνω Medium diacritics: δειμαίνω Low diacritics: δειμαίνω Capitals: ΔΕΙΜΑΙΝΩ
Transliteration A: deimaínō Transliteration B: deimainō Transliteration C: deimaino Beta Code: deimai/nw

English (LSJ)

only pres. and impf. (Ep.
A δειμαίνεσκε Q.S.2.439):—to be afraid, h.Ap.404, Hdt.3.51, etc., S.OC492, Pl.R. 330c, etc.; δ. περὶ ἑωυτῷ, ὑπέρ τινος, Hdt.3.35, 8.140.β'; ἀμφί τινι S.OC492; ἐπί τινι Jul.Or.2.82a:—Pass., to be frightened, Q.S.2.499.
2 followed by a relat. clause with μή.., Thgn.541, Hdt.1.165, S.Tr.481.
3 c. inf., Mosch.3.56, Opp.H.5.320.
4 c. acc., fear, τὴν Περσέων δύναμιν Hdt.1.159; πάντα δ. A.Pers.600, cf. Pr.41: c. acc. cogn., δεῖμ' ὃ δειμαίνεις E.Andr.868.

Spanish (DGE)

• Morfología: [ép. impf. δειμαίνεσκε Q.S.2.439; aor. sigm. part. fem. δειμήνασα Euph.38C.14, atem. part. δειμάμενος SEG 35.1055.2 (Tíbur IV d.C.)]
I tr., c. suj. de pers. asustarse de, temer ἀνδρῶν πλῆθος Tyrt.7.3, πάντα A.Pers.600, τοῦτο A.Pr.41, τὴν Περσέων δύναμιν Hdt.1.159, Τραμβήλοιο λέχος Euph.l.c., ὅρκια Orph.A.354, εὐχάς Lyc.895, τριαύχενος μήνιμα ... θεᾶς Lyc.1186, ἀφεγγέα νυκτὸς ὁμίχλην AP 9.675, πόλεμον Triph.282, βίην Q.S.2.439, Παλλάδα Nonn.D.20.55, Λυκόοργον Nonn.D.34.51
ref. al temor reverencial a un dios ἐμέ τ' αἰδομένη καὶ ἐνὶ φρεσί δειμαίνουσα A.R.4.796
c. ac. int. δεῖμα E.Andr.868, τι Q.S.2.28
c. inf. λέγειν E.Or.544, θανεῖν E.Rh.933, ἐρεῖσαι τὸ στόμα Mosch.3.56, πελάσαι δυσδερκέϊ νεκρῷ Opp.H.5.320
c. μή temer que δ. μή πως ναῦν κατὰ κῦμα πίῃ Thgn.680, cf. 541, δειμαίνοντες μὴ αἱ μὲν ἐμπόριον γένωνται Hdt.1.165, δειμαίνων τὸ σὸν μὴ στέρνον ἀλγύνοιμι τοῖσδε τοῖς λόγοις temiendo que con estas palabras afligiría tu corazón S.Tr.481, δ. μὴ δή σε κακωτέρῳ ἀνέρι δώσει Theoc.27.22, cf. Nonn.D.20.339
tb. c. ἵνα μή: δειμαίνων, ἵνα μή τις ... κοῦρον οἰστεύσειεν temiendo no fuera a ser que alguno, hiriese al joven Nonn.D.29.35
c. interr. indir. δειμαίνω τίνι μῆλον ὁ βουκόλος οὗτος ὀπάσσει Colluth.87.
II intr.
1 tener miedo, estar asustado οἱ δ' ἀκέων ... καθήατο δειμαίνοντες h.Ap.404, cf. A.Supp.74, Hdt.3.51, 4.136, S.Tr.89, E.Hec.184, Ar.V.1042, Pl.R.330e, Euph.81.3, Plu.2.729f, AP 12.124, SEG l.c., Hsch.
c. giro prep. temer por περὶ ἑωυτῷ Hdt.3.35, περὶ αὐτῷ Ξέρξῃ Hdt.8.99, ἀμφὶ σοί S.OC 492, τοῦ πέρι δειμαίνουσα Q.S.14.280, ὑπὲρ ὑμέων Hdt.8.140β, ὑπὲρ τῶν γαμετῶν καὶ τῶν ἐγγόνων Iul.Or.3.82a, tb. en v. med. ἀμφ' Ἀχιλῆος ... δειμαίνοντο Q.S.2.499, cf. Hsch.
2 c. suj. de cosa dar miedo, asustar πόντῳ γὰρ ἐπὶ πλατὺ δειμαίνοντι χαίρω disfruto del mar que asusta en su inmensidad, AP 9.143 (Antip.Thess.?).

German (Pape)

[Seite 537] 1) sich fürchten, in Angst sein, H. h. Apoll. 404; Her. 3, 51; Plat. Rep. I, 330 e u. öfter; τί, vor etwas, Aesch. Suppl. 70; vgl. Her. 1, 159; περί τινι 8, 99; ὑπέρ τινος 8, 140; ἀμφὶ σοί Soph. O. C. 492; sequ. μή Her. 1, 165; Theocr. 27, 21; – c. inf. Eur. Rhes. 933; Mosch. 3, 56; – πόντος δειμαίνει Anyte 5; vgl. Antp. Sid. 55 (IX, 143). – 2) in Schrecken setzen, Aesch. Pers. 592 Eum. 494. So pass., Qu. Sm. 2, 499.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
s'effrayer, être effrayé, craindre, acc. ; avec μή, craindre que.
Étymologie: δεῖμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειμαίνω [δεῖμα] alleen praes. en imperf. vrezen, bevreesd zijn voor, bezorgd zijn over, met acc.:; τὴν Περσέων δύναμιν δ. de macht van de Perzen vrezen Hdt. 1.159.2; met prep.:; περὶ αὐτῷ Ξέρξῃ δ. bezorgd zijn om Xerxes zelf Hdt. 8.99.2; δ. ὑπὲρ ὑμέων zich zorgen maken over jullie Hdt. 8.140.3; met inf.:; δ. λέγειν bang zijn te spreken Eur. Or. 544; met μή:. δ. μὴ... ἐμπόριον γένωνται vrezen dat (hun stad) een handelshaven zou worden Hdt. 1.165.1.

Russian (Dvoretsky)

δειμαίνω:
1 бояться, страшиться, пугаться (HH, Her., Plat., Plut.; τι Aesch., Her., ἀμφί τινι Soph., περί τινι и ὑπέρ τινος Her.): δειμαίνοντες μὴ ἐμπόριον γένωνται Her. опасаясь, как бы торговым центром не стали (Энусские острова); δ. τινὰ θανεῖν Eur. бояться за чью-л. жизнь;
2 пугать, приводить в ужас (πάντα Aesch.): πόντος δειμαίνων Anth. грозное море.

Greek (Liddell-Scott)

δειμαίνω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (μέλλ. δειμανεῖ) ἐν Αἰσχύλ Εὐμ. 519 εἶναι ἁπλῶς εἰκασία· καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν προτιμῶσι τὴν τοῦ Dobree ― δεῖ μένειν): ― εἶμαι ἐν φόβῳ, ἐν καταπλήξει διατελῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 404, Ἡρόδ. 3. 51, κτλ.·― Συντάσσ. ὡς τὸ δείδω· ἀπολ., Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἀπόλλ. 404, Σοφ., κτλ.· περί τινι, ὑπέρ τινος Ἡρόδ. 3. 35., 8. 140· ἀμφί τινι Σοφ. Ο. Κ. 492 2) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως διᾶ τοῦ μή..., Θέογν. 541, Ἡρόδ. 1. 165, Σοφ. Τρ. 481. 3) μετ’ αἰτ., φοβοῦμαί τι, Ἡρόδ. 1. 159· πάντα δ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 600, πρβλ. Πρ. 41· ― μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., δεῖμ’ ὃ δειμαίνεις Εὐρ. Ἀνδρ. 868· ― παθ., εἶμαι φοβισμένος, Κόϊντ. Σμ. 2. 499.

Greek Monolingual

δειμαίνω (Α) δείμα
φοβάμαι.

Greek Monotonic

δειμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ (δεῖμα), μόνο στον ενεστ. και παρατ.,
1. φοβάμαι, βρίσκομαι σε κατάσταση τρόμου, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ.
2. με αιτ., φοβάμαι ένα πράγμα, στον ίδ., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δεῖμα only in pres. and imperf.]
1. to be afraid, in a fright, Hhymn., Hdt., etc.
2. c. acc. to fear a thing, Hdt., Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=εἶμαι φοβισμένος). Ἀπό τό δεῖμα τοῦ δείδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.