ἐκδρέπομαι

Revision as of 12:28, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

English (LSJ)

   A pluck off, τούτων φύλλον Aristaenet.1.3 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 758] herauspflücken, Aristaenet. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδρέπομαι: κόπτω ἔκ τινος, καὶ τούτων (τῶν δένδρων) ἐκδρεψάμενος φύλλον ὑπερμάλαττον τοῖς δακτύλοις Ἀρισταίν. 1. 13.

Spanish (DGE)

arrancar de τούτων (δένδρων) ἐκδρεψάμενος φύλλον Aristaenet.1.3.11.