ον, (αἶα)
A underground, οἶκος Epigr.Gr.321.9; cf. ὑπαΐδιος.
ἐνᾱΐδιος: -ον, αἰώνιος, οἶκος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 321. 9.
-ον• Prosodia: [-ᾱῐ-]eterno οἶκος ἐ. del sepulcro TAM 5.1894.17 (Filadelfia I a.C.).