ἐμμαίνομαι

Revision as of 12:30, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_14b)

English (LSJ)

   A to be mad at, τινί Act.Ap.26.11, J.AJ17.6.5.

German (Pape)

[Seite 807] dabei rasen, τινί, N. T., Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμαίνομαι: ἀποθ., καθίσταμαι μανιώδης ἐναντίον τινός, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς, ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 17. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

être furieux contre, τινι.
Étymologie: ἐν, μαίνομαι.

Spanish (DGE)

1 enfurecerse αὐτοῖς Act.Ap.26.11, cf. I.AI 17.174.
2 estar enloquecido Hsch.s.u. ἐμμεμηνότα, por el deseo sexual τοὺς ἄρρενας αὐτῶν κατ' ἀλλήλων ... ἐμμαίνεσθαι Didym.in Zach.2.208.