ἐντελευτάω

Revision as of 12:30, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

English (LSJ)

   A end one's life in .., Th.2.44, Lib.Or.18.31.

German (Pape)

[Seite 854] darin endigen, sterben, Thuc. 2, 44; neben ἐμβιῶναι ταῖς Ἀθήναις, Liban.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντελευτάω: τελευτῶ, ἀπονθήσκω ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 2. 44, Λιβάν. 1, σ. 532.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
finir dans, mourir dans, τινι.
Étymologie: ἐν, τελευτάω.

Spanish (DGE)

terminar la vida en οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη a quienes la vida les fue medida de la misma forma para ser felices en ella y morir dignamente Th.2.44, c. dat. ταῖς Ἀθήναις ἐμβιῶναί τε καὶ ἐντελευτῆσαι Lib.Or.18.31, ταῖς ψάμμοις Ast.Am.Hom.4.9.1, ἐντελευτησάντων τῇ δουλείᾳ Lib.Or.12.101, ταῖς τιμαῖς Lib.Decl.1.156, ταῖς συμφοραῖς Ast.Am.Hom.2.7.3, τῇ ἱερωσύνῃ Rh.4.186.8.