ἐντελευτάω
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
English (LSJ)
end one's life in.., Th.2.44, Lib.Or.18.31.
Spanish (DGE)
terminar la vida en οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη a quienes la vida les fue medida de la misma forma para ser felices en ella y morir dignamente Th.2.44, c. dat. ταῖς Ἀθήναις ἐμβιῶναί τε καὶ ἐντελευτῆσαι Lib.Or.18.31, ταῖς ψάμμοις Ast.Am.Hom.4.9.1, ἐντελευτησάντων τῇ δουλείᾳ Lib.Or.12.101, ταῖς τιμαῖς Lib.Decl.1.156, ταῖς συμφοραῖς Ast.Am.Hom.2.7.3, τῇ ἱερωσύνῃ Rh.4.186.8.
German (Pape)
[Seite 854] darin endigen, sterben, Thuc. 2, 44; neben ἐμβιῶναι ταῖς Ἀθήναις, Liban.
French (Bailly abrégé)
ἐντελευτῶ :
finir dans, mourir dans, τινι.
Étymologie: ἐν, τελευτάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐντελευτάω: (где-л.) кончать свою жизнь, умирать (Thuc. - v.l. ἐνταλαιπωρέω).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντελευτάω: τελευτῶ, ἀπονθήσκω ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 2. 44, Λιβάν. 1, σ. 532.
Greek Monotonic
ἐντελευτάω: μέλ. -ήσω, πεθαίνω σε κάποιο μέρος, σε Θουκ.