προσαιρέομαι
English (LSJ)
Med.,
A choose and associate with, τινάς τινι ξυμβούλους Th.5.63; ἑωυτῷ π. τινά take for one's companion or ally, Hdt.9.10; κοινὸν αὑτοῖς [διαιτητήν] D.59.45; σφίσιν αὐτοῖς ἄρχοντας Arist.Ath. 35.1; ὁ αἰσυμνήτης τοὺς προσεταίρους -εῖται SIG57.7 (Milet., v B. C.), cf. IG12.56.27, 84.38. II choose in addition to, τινά τινι X.HG6.2.39; στρατηγοὺς πρὸς τοῖς ὑπάρχουσι ib.2.1.16. III Act. προσαιρεῖν appoint as one's assistant, POxy.58.17 (iii A.D.): aor. part. προσελών dub. sens. in PPetr.2.20 iii 9 (cf. 3p.76, iii B.C.).