προσανασείω
English (LSJ)
A shake up or about besides, Hp.Art.4: metaph., προσανασείεσθαι λόγοις to be roused still further, Plb.1.69.8; δίκαι τῷ Νασικᾷ προσανεσείοντο f.l. for προανεσείοντο in Plu.TG21.
A shake up or about besides, Hp.Art.4: metaph., προσανασείεσθαι λόγοις to be roused still further, Plb.1.69.8; δίκαι τῷ Νασικᾷ προσανεσείοντο f.l. for προανεσείοντο in Plu.TG21.