προσανασείω

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανασείω Medium diacritics: προσανασείω Low diacritics: προσανασείω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΣΕΙΩ
Transliteration A: prosanaseíō Transliteration B: prosanaseiō Transliteration C: prosanaseio Beta Code: prosanasei/w

English (LSJ)

shake up or about besides, Hp.Art.4: metaph., προσανασείεσθαι λόγοις to be roused still further, Plb.1.69.8; δίκαι τῷ Νασικᾷ προσανεσείοντο f.l. for προανεσείοντο in Plu.TG21.

German (Pape)

[Seite 750] (s. σείω), noch dazu aufschütteln, übtr., noch mehr aufreizen, προσανασεισθέντες τοῖς τοιούτοις λόγοις, Pol. 1, 69, 8; τινὶ δίκην, Plut. Tib. Graech. 21.

French (Bailly abrégé)

intenter en outre (un procès).
Étymologie: πρός, ἀνασείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ανασείω ook nog schudden. Hp.

Russian (Dvoretsky)

προσανασείω: досл. сверх того встряхивать, перен. возбуждать (προσανασεισθέντες τοῖς τοιούτοις λόγοις Polyb.): δίκαι τῷ Νασικᾷ προσανεσείοντο Plut. против Назики возбуждались судебные преследования.

Greek Monolingual

Α
1. κινώ προς τα πάνω, ταράζω, τραντάζω επί πλέον
2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω κάποιον επιπροσθέτως («ταχὺ προσανασεισθέντες οἱ πολλοὶ τοῖς τοιούτοις λόγοις», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνασείω «κινώ, ταράζω, διεγείρω»].

Greek Monotonic

προσανασείω: μέλ. -σω, ανακινώ ή σείω εδώ κι εκεί επιπλέον — Παθ., διεγείρομαι ακόμα πιο πολύ, σε Πολύβ.· δίκαι αὐτῷ προσανεσείοντο, επισείονταν εναντίον του, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσανασείω: ἀνασείωσείω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ προσέτι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 782· ― μεταφορ., προσανασείεσθαι λόγοις, διεγείρεσθαι ἔτι μᾶλλον διὰ λόγων, Πολυβ. 1. 69, 8· δίκαι αὐτῷ προσανεσείοντο, ἐπεσείοντο ἐναντίον αὐτοῦ, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 21, πρβλ. ἀνασείω.

Middle Liddell

fut. σω
to shake up or about besides:— Pass. to be roused still further, Polyb.; δίκαι αὐτῷ προσανεσείοντο were being promoted against him, Plut.