προσανασείω
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
shake up or about besides, Hp.Art.4: metaph., προσανασείεσθαι λόγοις to be roused still further, Plb.1.69.8; δίκαι τῷ Νασικᾷ προσανεσείοντο f.l. for προανεσείοντο in Plu.TG21.
German (Pape)
[Seite 750] (s. σείω), noch dazu aufschütteln, übtr., noch mehr aufreizen, προσανασεισθέντες τοῖς τοιούτοις λόγοις, Pol. 1, 69, 8; τινὶ δίκην, Plut. Tib. Graech. 21.
French (Bailly abrégé)
intenter en outre (un procès).
Étymologie: πρός, ἀνασείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ανασείω ook nog schudden. Hp.
Russian (Dvoretsky)
προσανασείω: досл. сверх того встряхивать, перен. возбуждать (προσανασεισθέντες τοῖς τοιούτοις λόγοις Polyb.): δίκαι τῷ Νασικᾷ προσανεσείοντο Plut. против Назики возбуждались судебные преследования.
Greek Monolingual
Α
1. κινώ προς τα πάνω, ταράζω, τραντάζω επί πλέον
2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω κάποιον επιπροσθέτως («ταχὺ προσανασεισθέντες οἱ πολλοὶ τοῖς τοιούτοις λόγοις», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνασείω «κινώ, ταράζω, διεγείρω»].
Greek Monotonic
προσανασείω: μέλ. -σω, ανακινώ ή σείω εδώ κι εκεί επιπλέον — Παθ., διεγείρομαι ακόμα πιο πολύ, σε Πολύβ.· δίκαι αὐτῷ προσανεσείοντο, επισείονταν εναντίον του, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσανασείω: ἀνασείω ἢ σείω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ προσέτι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 782· ― μεταφορ., προσανασείεσθαι λόγοις, διεγείρεσθαι ἔτι μᾶλλον διὰ λόγων, Πολυβ. 1. 69, 8· δίκαι αὐτῷ προσανεσείοντο, ἐπεσείοντο ἐναντίον αὐτοῦ, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 21, πρβλ. ἀνασείω.
Middle Liddell
fut. σω
to shake up or about besides:— Pass. to be roused still further, Polyb.; δίκαι αὐτῷ προσανεσείοντο were being promoted against him, Plut.