sentencia
Spanish > Greek
ἀπόφασις, γνωμικός, δόκημα, διαγνώμη, διάληψις, δόξα, ἔνδειξις, ἅδος, δικαιωτήριον, δίκη, γνωμάτευμα, δόγμα, διαδικασία, ἀπόφθεγξις, ἀπόφθεγμα, γνωμολογία, ἀπόκρισις
ἀπόφασις, γνωμικός, δόκημα, διαγνώμη, διάληψις, δόξα, ἔνδειξις, ἅδος, δικαιωτήριον, δίκη, γνωμάτευμα, δόγμα, διαδικασία, ἀπόφθεγξις, ἀπόφθεγμα, γνωμολογία, ἀπόκρισις