ἔνδειξις
English (LSJ)
ἐνδείξεως, ἡ,
A indication, ἔνδειξιν τῷ λόγῳ ἐνδείκνυσθαι, opp. ἐννοεῖν, Pl.Lg.966b, cf. Plb.3.38.5, Ep.Rom.3.25, A.D.Synt.14.18, Ptol. Phas.p.10 H., D.C.62.23, etc.; especially in disease, Gal.10.126, al., S.E. P.1.240.
2 as law-term, laying of information against one who discharged public functions for which he was legally disqualified, writ of indictment in such a case, And.1.10, D.20.156 (pl.), Arist.Ath. 52.1 (pl.), cf. Decr.ib.29.4, IG22.1128.35.
II demonstration, display of one's good will (cf. ἐνδείκνυμι II.4), ἡ εἰς Ἀλέξανδρον ἔνδειξις Aeschin. 3.219.
III proof, demonstration, Phlp.in Mete.123.34.
Spanish (DGE)
ἐνδείξεως, ἡ
I 1abstr. expresión, manifestación ἐννοεῖν μέν, τὴν δὲ ἔνδειξιν τῷ λόγῳ ἀδυνατεῖν ἐνδείκνυσθαι; ¿comprender, para luego ser incapaces de expresarlo razonadamente? Pl.Lg.966b, ἐξ ἀνάγκης ἐνδείξεως ἕνεκα αὐτοῖς (ὀνόμασι) χρῆται = forzosamente para su expresión se sirve de las palabras Plot.6.8.13.
2 concr. expresión sucinta, sentencia παρὰ τὸ σύνηθες ὁ Ἀριστοτέλης ταῖς Πυθαγορικαῖς ἐνδείξεσιν εἰς ἀπόδειξιν ἐχρήσατο Simp.in Cael.9.11.
II ref. la mostración
1 indicación, indicio ἀνευρεῖν ... διὰ σμικρᾶς ἐνδείξεως Pl.Ep.341e, cf. Didym.Trin.2.6.4.12, c. gen. obj. ἔνδειξις τῆς εὐδαιμονίας Arist.Rh.1391a3, cf. Plu.Per.31, I.AI 13.306, ἔνδειξις τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ (de Dios) Ep.Rom.3.25, πονηρίας ἔνδειξις ἀνδρὸς ἀναιδοῦς Aesop.Prou.74, cf. Clem.Al.Strom.2.16.75, ἔνδειξις τοῦ σκοποῦ τῆς μετρικῆς Aristid.Quint.41.2, τοῦ κλίματος Ptol.Phas.10.14, cf. Phlp.in Mete.123.34, c. rég. prep. δι' ἐνδείξεως περὶ τῶν θείων λέγοντες Procl.Theol.Plat.1.4 (p.20), ἔνδειξις περὶ τῶν ζητουμένων Procl.in Cra.p.29, τὰ οἰκεῖα πάθη ... ἑαυτῶν μηνυουσῶν οὐδὲ σαφῶς, ἀλλὰ δι' ἐνδείξεων Dam.Pr.4, ἔνδειξις πρὸς τοὺς μακαρίους Origenes Philoc.23.20, c. complet. δι' ἔνδειξιν ὅτι ... D.C.69.4.3, cf. Hsch.H.Hom.5.2.15.
2 gesto, señal ἡ πρὸς Ἀλέξανδρον ἔνδειξις Aeschin.3.219, cf. Synes.Ep.23.
3 acusación, reclamación ἔνδειξις καὶ ἔρις πρὸς ἀνθρώπους ... οὐδεμία por parte de Dios, Didym.M.39.876B.
III usos téc.
1 jur. denuncia, imputación γραφαί, φάσεις, ἐνδείξεις, ἀπαγωγαί D.39.14, cf. 20.156, τὰς ἐνδείξεις ... εἰσάγουσιν οἱ ἕνδεκα las denuncias las presentan los Once Arist.Ath.52.1, And.Myst.10, cf. SB 10989.2.3 (IV d.C.), c. gen. obj. ἔνδειξις αὐτοῦ Arist.Ath.29.4, c. giro prep. ἡ Κατὰ Δεινίου ἔνδειξις tít. de Din.Fr.9.4, πρὸς τοὺς ἕνδεκα IG 22.1128.35 (IV a.C.).
2 medic. indicación como principio del método terapéutico ὑπὲρ τῶν θεραπευτικῶν ἐνδείξεων Gal.10.126, τὴν γὰρ οἶον ἔμφασιν τῆς ἀκολουθίας λέγομεν ἔνδειξιν Gal.10.126, τῶν παθῶν Gal.10.351, cf. 104, 248, S.E.P.1.240, αἱ κατὰ μέρος ἐνδείξεις Gal.10.169, αἱ δ' ἀπὸ τῶν συμπτωμάτων τε καὶ νοσημάτων ἐνδείξεις Gal.11.47, ἡ ἀπὸ τοῦ ἔθους ἔνδειξις Orib.10.1.30, cf. 7.23.27.
3 gram. indicación, significación ἔνδειξις ἑτέρου προσώπου del verbo, A.D.Synt.14.18, cf. 237.18, 247.6.
German (Pape)
[Seite 832] ἡ, das Zeigen, – a) der Beweis, Plat. Legg. XII, 966 b u. Sp. – b) das Sehenlassen, Pol. 3, 38, 5; bes. um sich bei Einem zu insinuiren, ἡ πρὸς Ἀλέξανδρον ἔνδ., Aesch. 3, 219. – c) die Anzeige, Anklage, Andoc. 1, 10, u. öfter bei Rednern; im Gesetz bei Dem. 24, 22, ἔνδ. ἔστω αὐτῶν πρὸς τοὺς θεσμοθέτας; nach den VLL., wo das Verbrechen ausgemacht ist, also nur eine Anzeige, um die gesetzliche Strafe eintreten zu lassen.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 dénonciation ; poursuite (en particul. pour usurpation de fonctions publiques);
2 action de se faire valoir, action de s'insinuer : πρός τινα auprès de qqn;
NT: indication ; démonstration ; preuve.
Étymologie: ἐνδείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἔνδειξις: ἐνδείξεως ἡ
1 показывание: κατὰ τὴν ἔνδειξιν ὑποδεικνύμενος Polyb. наглядно показанный;
2 доказательство, довод (τὴν ἔνδειξιν τῷ λόγῳ ἐνδείκνυσθαι Plat.);
3 предание (суду), выдача (τινος πρὸς τοὺς θεσμοθέτας Dem.);
4 заискивание, угодничество (εἰς - v.l. πρός - τινα Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδειξις: ἐνδείξεως, ἡ δεῖξις, ὑπόδειξις, «δείξιμον», Πολύβ. 3. 38, 5. 2) ὡς Ἀττ. νομικὸς ὅρος, κατάθεσις καταγγελίας ἐναντίον τινός, ἔχοντος παρανόμως δημοσίαν ὑπηρεσίαν, «ἔνδειξις: εἶδος δίκης δημοσίας, ὑφ’ ἣν τοὺς ἐκ τῶν νόμων εἰργομένους τινῶν ἢ τόπων ἢ πράξεων, εἰ μὴ ἀπέχοιντο αὐτῶν, ὑπῆγον· πολλοὶ μὲν οὖν εἰσὶν λόγοι ἐνδείξεως, γνωριμώτατοι δὲ οἱ κατ’ Ἀριστογείτονος Δημοσθένους» Ἁρποκρ.· - «ἔνδειξις: φανέρωσις κατὰ τῶν ἀτίμων καὶ ποιούντων ἃ κωλύουσιν οἱ νόμοι· τῶν δὲ ἐνδείξεων εἰσέφερον εἰς τὸ δικαστήριον ἃς μὲν οἱ ἕνδεκα, ἃς δὲ οἱ θεσμοθέται» Α. Β. 250, 10· πρβλ. Ρητορ. Λεξ. ἐν λέξει· ἢ φάσεις ἢ ἐνδείξεις ἢ ἀπαγωγαὶ Ἀνδοκ. π. Μυστ. 24, 1· εἶναι δὲ καὶ ἐνδείξεις καὶ ἀπαγωγὰς Δημ. 504, 24, κτλ.· πρβλ. ἐνδείκνυμι Ι. 2. ΙΙ. ἐπίδειξις εὐνοίας πρός τινα, ὑπὲρ τῆς εἰς Ἀλέξανδρον ἐνδείξεως Αἰσχίν. κατὰ Κτησιφ. 61. 7.
English (Strong)
from ἐνδείκνυμι; indication (abstractly): declare, evident token, proof.
English (Thayer)
ἐνδειξεως, ἡ (ἐνδείκνυμι), demonstration, proof: i. e. manifestation, made in Acts, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης, sign, evidence (A. V. evident token), ἀπωλείας, Plato, others.)
Greek Monotonic
ἔνδειξις: ἐνδείξεως, ἡ,
I. επισήμανση, υπόδειξη, ως Αττ. δικανικός όρος, υποβολή καταγγελίας εναντίον κάποιου που αποκλείστηκε από δημόσια αξιώματα για τα οποία κρίθηκε από νομικής πλευράς ακατάλληλος, σε Δημ. κ.λπ.
II. επίδειξη καλής θέλησης, σε Αισχίν.
Middle Liddell
ἔνδειξις, ἐνδείξεως n
I. a pointing out as Attic law-term, a laying information against one who discharged public functions for which he was legally disqualified, Dem., etc.
II. a display of good will, Aeschin.
Chinese
原文音譯:œndeixij 恩-得克西士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:在內-顯示(果效)
字義溯源:指明,顯示,證明,明證,憑據,顯明,記號;源自(ἐνδείκνυμι)=指出);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(δείκνυμι / δεικνύω)*=顯示)組成
出現次數:總共(4);羅(2);林後(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 顯明(2) 羅3:25; 羅3:26;
2) 明證(1) 腓1:28;
3) 憑據(1) 林後8:24