σαφηνίζω
English (LSJ)
A make clear or plain, τοῦτο δὴ σαφηνιῶ ib.227, cf. 621; ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδόν Id.Ch.678; σ. τοὺς κρατιστεύοντας X.Cyr.8.4.5; τὴν παιδείαν Id.Lac.2.1, cf. Mem.4.3.4, 4.7.6; σ. τὴν βασιλείαν determine the succession, Id.Cyr.8.7.9. 2 abs., articulate clearly, Hp. Carn.18; τῇ φωνῇ Arist.HA633a12, cf.Pr.888b10, 902a6.