red
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Use P. and V. τὸ πυρσόν; see purple. adj. Ar. and P. ἐρυθρός, P. and V. πυρσός, V. μιλτόπρεπτος. Crimson: P. and V. ἁλουργής (Plat.), P. φοινικοῦς (Xen.), V. φοινικόβαπτος, φοίνιος, πορφυροῦς, Ar. φοινικιοῦς; see also purple. Of hair: P. and V. πυρσός.
Spanish > Greek
γυργαθός, βόλος, βροχίς, βρόχος, δίκτυ, ἀρκύλον, δικτύφιον, δίκτυον, ἄρκυον, ἄρκύς, ἄγρευμα