ἡ,= σπάρτον,
A rope or cord (v. σπάρτος, ὁ), Ar.Av.815 (with a play upon Sparta), cf. Cratin.110; μαντεύεσθαι . . τῇ τῶν σπαρτῶν διατάσει dub. l. in Alciphr.2.4.15. 2 = σπαρτίον 111, Gal.12.129. II = στάθμη, plumbline, Hsch.: cf. σπάρτος 11.2.