στόλος
English (LSJ)
ὁ, (στέλλω)
A equipment, esp. for warlike purposes, expedition by land or (more frequently) sea, freq. in Hdt.; στόλον . . οὐκέτι κατὰ θάλασσαν στείλαντες ἀλλὰ κατ' ἤπειρον 5.64; freq. folld. by ἐπί c. acc., ὁ ἐπ' Αἰθίοπας σ. 3.25; ἐπὶ Λιβύην στρατιῆς μέγας σ. 4.145; ἐλέγετο ὁ σ. εἶναι εἰς Πισίδας X.An.3.1.9; ὁ πρὸς Ἴλιον σ. S.Ph.247; οὔτε τοῦ πρώτου σ. ib.73; λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον A.Pers.795, cf. E. Hec.1141; τεθριπποβάμων σ. an equipage with four horses, Id.Or. 989 (lyr.). 2 generally, journey or (oftener) voyage, ὁ οἴκαδε σ. S.Ph.499; οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην σ. ib.490; σ. ποιεῖσθαι X.An.1.3.16; πλεῦσαι S.Ph.1037; ἰδίῳ σ. in a journey privately undertaken, on one's own account, opp. δημοσίῳ σ., Hdt.5.63, cf. Th.8.9; κοινῷ σ. Hdt.6.39; ἐλευθέρῳ σ. with free course, Pi.P.8.98; πατρῷον στόλον (acc. cogn.) ἑσπόμην by my father's sending, S.Tr.562. b the purpose or cause of a journey, mission, errand, Id.OC358; τίνι σ. προσέσχες . .; πόθεν πλέων; where Neoptolemus answers ἐξ Ἰλίου . . ναυστολῶ, Id.Ph.244; ὁ δὲ σ. νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα Ar.Av.46: metaph., τρίτος ἡμῖν σ. ἐστὶ τοῦ λόγου ἐπὶ τὴν τέχνην D.H.Rh.11.9. c equipment in concrete sense, πραθέντος τοῦ στόλου εἰς βασίλεια IPE12.32A45 (Olbia, iii B.C.); ἱερὸς σ. sacred vestments, Milet.1(7).209 (iii A.D.). 3 armament, army, τὸν ἑπτάλογχον σ., of the Seven against Thebes, S.OC1305, cf. Tr.226,496, etc.; seaforce, fleet, Hdt.5.43; σ. χιλιοναύτης, of the expedition against Troy, A.Ag.45 (anap.), cf. 577; ναυβάτῃ στόλῳ S.Ph.270; οὐ πολλῷ στόλῳ, i.e. in one ship, ib.547, cf. 561; νεῶν σ. Th.1.31; σ. ἀγείρειν ib. 9; συναγείρειν Hdt.1.4; καταλύειν Id.7.16.β: generally, party, band, troop, freq. in A.Supp., 28 (anap.), 187, al.; παίδων, γυναικῶν, καὶ σ. πρεσβυτίδων Id.Eu.1027, cf. 856 (pl.); νοσεῖ δέ μοι πρόπας σ. all the people, S.OT170 (lyr.); guild, ὁ σ. τῶν σωληνοκεντῶν OGI756.5 (Milet.). 4 παγκρατίου σ., periphr. for παγκράτιον, Pi.N.3.17; λόγου σ. a set narrative, Emp.17.26. II appendage, excrescence, σ. ὀμφαλώδης Arist.GA752b6; stump of the tail, in animals, Id.PA 658a33; σμικροῦ γ' ἕνεκεν [κέρκου] ἔχουσί τινα στόλον ib.689b5. 2 a ship's prow, Pi.P.2.62; plated with brass, χαλκήρης σ. A.Pers. 408, cf. E.IT1135 (lyr.), Trag.Adesp.272 (pl.); δώδεκα σ. ναῶν f.l. for δωδεκάστολοι νᾶες, Ps.-E.IA277 (lyr.); δρυοπαγὴς σ.,= πάσσαλος, S.Fr.702.