στρατεύω
English (LSJ)
(στρατός)
A advance with an army or fleet, wage war, or rulers, offcers, or men, Κροῖσος ἐνένωτο -εύειν ἐπὶ τοὺς Πέρσας Hdt.1.77; Θηβαῖοι . . ἐστράτευον ἐπὶ τοὺς Πλαταιέας Id.6.108, cf. 7 (v.l.), Th.3.7, OGI327.2 (Pergam., ii B.C.), etc.; οἱ Ἀθηναῖοι -εύσαντες ἐς Πλάταιαν Th.2.6; Καρχηδόνιοι -εύσαντες ἐπὶ Σικελίαν X.HG1.1.37; εἰς Σικελίαν -εύσαντες ib.1.5.21; ἐστράτευσαν πρὸς Ἄβυδον ib.1.2.16; σ. ὅποι Κῦρος ἐπαγγέλλοι Id.Cyr.7.4.9: c. acc. cogn., οἶσθ' ἣν στρατείαν ἐστράτευσ' ὀλεθρίαν (sc. ἐγὼ Ἄδραστος) E.Supp.116; Λακεδαιμόνιοι . . τὸν ἱερὸν καλούμενον πόλεμον ἐστράτευσαν Th.1.112; metaph., ἑνὸς δ' ἐπ' ἀνδρὸς δώματα στρατεύομεν (Iris et Lyssa loq.) E.HF825 (nisi leg. σῶμα συστρατεύομεν):—so in Med., στρατεύομαι Hdt.7.61, etc.: fut. -εύσομαι ib.11, D.8.23: aor. ἐστρατευσάμην Hdt.1.204, S.Aj. 1111, Isoc.5.144, etc.; also ἐστρατεύθην Pi.P.1.51, Apollod.1.9.13: pf. ἐστράτευμαι Is.4.29, etc.; Boeot. 3pl. pf. Med. ἐστροτεύαθη IG7.3174.27 (Orchom. Boeot.), al.: εἰ μὴ στρατεύοισθ' ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον A.Pers.790; -εύσονται ἐπὶ τὴν ἡμετέρην [Ἀθηναῖοι] Hdt.7.11; οἱ δὲ -ευόμενοι οἵδε ἦσαν, Πέρσαι μέν . .ib.61, cf. 64,66, al.; ἐστρατευμένοι γάρ εἰσι they have been soldiers, have seen war-service, Ar.Ra. 1113, cf. IG12.1.3, 18.9, Lys.9.4; ψιλὸς αὖ στρατεύσομαι Ar.Th. 232, cf. Eup.117.8; ὁπλίτης σ. X.Mem.3.4.1; ἐκ καταλόγου σ. ibid.; ὅταν ἡλικίαν ἐκπέμπωσι προγράφουσιν ἀπὸ τίνος ἄρχοντος καὶ ἐπωνύμου μέχρι τίνων δεῖ στρατεύεσθαι Arist.Ath.53.7; σφι ἐδόκεε -εύεσθαι ἐπὶ τὰς Θήβας Hdt.9.86; ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου -εύονται . . πέρην ἐς τοὺς Σίνδους Id.4.28; σ. μετά τινων E.IA967; ὑπὲρ τῆς πόλεως Pl.R.429b; τῆς σῆς οὕνεκ' . . γυναικός S.Aj.1111; ὑπό τινι Plu.Cam.2; ἐπ' Αἴγυπτον Hdt.3.139; ἐς τὴν Ἀσίην Id.1.4, cf. And.3.30, etc.; κατὰ Ἐφεσίων OGI437.70 (Pergam., i B.C.); πρὸς τὴν τῶν Ὀλυνθίων πόλιν X. HG5.3.3; μισθοῦ σ. Id.Cyr.3.2.7; πανδημεὶ ἔξω σ. Pl.Lg.814a; opp. ἐπιδημεῖν, Lys.20.21; opp. δημηγορεῖν, And.4.22; στρατευσάμενος,= a militiis, IG14.716 (Naples): c. acc. cogn., τὰς στρατείας -ευόμενος Is.10.25. 2 Med., serve in the army, τυΐ πρᾶτον ἐστροτεύαθη the following have joined the army for the first time, IG7 l.c.; μηδεὶς ἐαθῇ -εύσασθαι to join the army, UPZ110.162 (ii B.C.), cf. Sammelb. 7354.6 (ii A.D.), BGU1680.9 (iii A.D.); οἱ -ευόμενοι Ἕλληνες the Greeks who are in the army, PTeb.5.168 (ii B.C.).—In Hdt. codd. vary between Act. and Med., as in 6.7, 108; in Att. and later Gr. (PGrenf.1.21.3 (ii B.C.), PTeb.5.168 (ii B.C.), etc.) the Med. is much the more freq. II later, in Act., take or receive into the army, enroll, enlist, D.S.25.12, App.BC1.42, 2.141, 5.137, Hdn.2.14.6:— Pass., τῶν νεολέκτων τῶν -ευθέντων ὑφ' ἡμῶν POxy.1103.5 (iv A.D.); ὁ νῦν -ευθεὶς τίρων PLond.2.237.31 (iv A.D.). III v. στραγγεύομαι.