μορέα
English (LSJ)
Ep. μορ-έη, ἡ, (μόρον)
A mulberry-tree, Morus nigra, Nic.Al.69, Fr.75, Gal.11.631.
German (Pape)
[Seite 207] ἡ, der Maulbeerbaum, Nic. Al. 69, Ath. II, 51, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μορέα: ἡ, (μόρον) ὡς καὶ νῦν ἡ συκαμινέα, κοινῶς «μουρ~ιά», Νικ. Ἀλεξιφ. 69, πρβλ. Ἀθήν. 51Ε. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 563.