συκαμινέα
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ἡ, = συκάμινος, Aesop.71, Dsc.1.126 (v.l.), Gal.6.589: also in form συκαμενέα, PGrenf.2.98.2 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 973] ἡ, = συκάμινος, Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mûrier, arbre.
Étymologie: συκάμινον.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκᾰμῑνέα: ἡ, = συκάμινος, Διοσκ. 1. 180.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. συκαμινιά.